- πολυφθόρος
- πολυφθόρος, -ον1 destroying many ἐν πολυφθόροις ἁμέραις (Boeckh: πολ. ἐν codd.) N. 8.31
ἐν πολυφθόρῳ Διὸς ὄμβρῳ ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.49
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐν πολυφθόρῳ Διὸς ὄμβρῳ ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.49
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πολύφθορος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφθόρος — ον, Α (με ενεργ σημ.) (για πρόσ. ή για πράγματα) αυτός που επιφέρει, που προκαλεί μεγάλη βλάβη ή αυτός που αφανίζει πολλούς, ολέθριος, καταστρεπτικός (α. «ἐν πολυφθόρῳ... Διὸς ὄμβρῳ», Πίνδ. β. «πάρεστιν εἰπεῖν ἐπ ἀθλίοισιν.... πολλὰ μὲν πολίτας,… … Dictionary of Greek
πολύφθορος — ον, ΜΑ (με παθ. σημ.) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, πολυπλάνητος αρχ. 1. ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν», Σοφ.) 2. πιθ. αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθορος… … Dictionary of Greek
πολυφθόροις — πολύφθορος masc/fem/neut dat pl πολυφθόρος destroying many masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφθόρου — πολύφθορος masc/fem/neut gen sg πολυφθόρος destroying many masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφθόρους — πολύφθορος masc/fem acc pl πολυφθόρος destroying many masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφθόρῳ — πολύφθορος masc/fem/neut dat sg πολυφθόρος destroying many masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφθορον — πολύφθορος masc/fem acc sg πολύφθορος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφθοροι — πολύφθορος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφθορής — ές, Α πολύφθορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύφθορος, κατά τα σιγμόληκτα σε ής] … Dictionary of Greek
πολύφθαρτος — ον, Μ πολύφθορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθαρτός (< φθείρω)] … Dictionary of Greek